- σπαργάνιον
- σπαργάνιονbur-reedneut nom/voc/acc sgσπαργανάωimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)σπαργανάωimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπαργανίου — σπαργάνιον bur reed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφίδιο — το (Α ξιφίδιον) [ξίφος] ξίφος μικρών διαστάσεων, σπαθάκι εντομολ. γένος ορθόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών λοκουστιδών, ακρίδων με μέτριο μέγεθος και με χρώμα, γενικώς, πράσινο αρχ. το φυτό σπαργάνιον … Dictionary of Greek
σπαργάνιο — (sparganium). Γένος υδροχαρών φυτών της οικογένειας των Σπαργανιιδών»με 15 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις υγρές και ψυχρές εύκρατες περιοχές. Είναι φυτό πολυετές, ποώδες και με κοντό βλαστό, ινώδη και φύλλα στενά και μακρουλά. Τα άνθη του… … Dictionary of Greek